- λογίκευση
- η [λογικεύομαι]1. το να σκέπτεται κάποιος λογικά2. σωφρονισμός, συνετισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωφρονισμός — ο 1. συνετισμός, λογίκευση. 2. τιμωρία, παραδειγματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)